- συντιτρώσκω
- Α1. τραυματίζω σε πολλά συγχρόνως σημεία2. (σχετικά με πλοία) επιφέρω σύγκρουση και, κατά συνέπεια, προξενώ ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», Πλούτ.)3. παθ. συντιτρώσκομαιτραυματίζομαι συγχρόνως με κάτι άλλο («τὰ συντιτρωσκόμενα [τοῑς ὀστέοις] νεῡρα», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + τιτρώσκω «τρώγω, πληγώνω, σκοτώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.